Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μια φέτα ψωμί 2) (

См. также в других словарях:

  • φέτα — η, Ν 1. λεπτό και επίμηκες τεμάχιο, ιδίως εδέσματος («μια φέτα ψωμί») 2. φρ. «τυρί φέτα» είδος μαλακού λευκού τυριού που διατηρείται στην άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fetta] …   Dictionary of Greek

  • σφήνα — η 1. αιχμηρό όργανο από ξύλο ή μέταλλο: Έσχισε το ξύλο με μια σφήνα. 2. μτφ., ό,τι παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο πράγματα ή λειτουργεί όπως η σφήνα: Υπήρχαν στο λόγο του μερικές σφήνες για τη σημερινή πολιτική κατάσταση. 3. φέτα ψωμιού: Κόψε μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιλός — ή, ό 1. λεπτός, λιανός, φτενός: Κόψε μου μια ψιλή φέτα ψωμί. 2. σχετικά με φωνή, οξύς, διαπεραστικός: Έχει μια ψιλή φωνούλα. 3. στη γραμματική, «ψιλά σύμφωνα» είναι τα σύμφωνα κ, π, τ που προφέρονται χωρίς πνοή αέρα. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτούτσικος — η, ο αρκετά λεπτός: Κόψε μου μια λεπτούτσικη φέτα ψωμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»